μάχιτα

μάχιτα
η
βλ. μάχητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μάχητα — και μάχιτα, η μάχη, έχθρα, διαμάχη 2. αγωνία, βάσανο («να πάψει και τών δυο η μάχητά τους», κυπρ. ερωτ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μάχη, κατά τα θηλ. σε ητα (πρβλ. άργ ητα, κάκ ητα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”